- ακλυτος
- ἄκλυτοςἄ-κλῠτος2бесшумный, беззвучный
(ἀήρ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀήρ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άκλυτος — ἄκλυτος, ον (Α) [κλύω] αυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλυτὸς < κλύω] … Dictionary of Greek
ἄκλυτος — unheard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλυτον — ἄκλυτος unheard masc/fem acc sg ἄκλυτος unheard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλυτα — ἄκλυτος unheard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)